σκουώτερς

σκουώτερς
οι, Ν
(στην Αυστραλία τού 19ου αιώνα) παράνομοι κάτοχοι τών βασιλικών βοσκοτόπων που βρίσκονταν έξω από την προκαθορισμένη περιοχή εποικισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. squatters < squat < μσν. γαλλ. esquater / esquatir (< es- [< λατ. ex «εκ, από»] + quatir «πιέζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”